- πρωκτοτηρέω
- πρωκτοτηρέω,A to be a watcher of πρωκτοί, Ar.Eq.878.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωκτοτηρεῖν — πρωκτοτηρέω to be a watcher of pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)